Τζένη Βάνου (1939 - 2014)
Αυτή είναι η ζωή της πολύ σημαντικής
ερμηνεύτριας , που απεβίωσε σήμερα το
πρωί, όπως την διηγήθηκε η ίδια στη LIFO .
«Γεννήθηκα κάπου κοντά στην
πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στον Βύρωνα. Είμαι παιδί χωρισμένων
γoνιών. Αυτό με επηρέασε πολύ, γιατί από δύο χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω
τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με
δει, διαδραματίστηκαν σκηνές βαρβαρότητας και απείρου κάλλους. Αυτή η εικόνα,
να την πετάνε έξω, ενώ ερχόταν για μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ. Σε ηλικία
οκτώ χρόνων ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν
ήταν η ζωή που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον
μήνα. Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η
στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά. Όταν με
άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με πήγε στα
ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Μίμη
Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα
έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική
Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας
μου, κρυφά απ’ τον πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του
ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο. Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος.
Αυτός ήταν που μου έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια
δοκιμαστική περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα
Γιαννίδη. Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε
τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά και
όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο Καπνίσης. Κάθε
εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που εκείνοι διάλεγαν. Το 80%
των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα
έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι. Ήμουν
γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο πατέρας
μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα την πόρτα
κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω. Την πρώτη φορά που
διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος
της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού
προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν
έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή
της;». Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου
με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι
άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς
μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και
ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν
ήξερα τι παιδί είχα κάνει». Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά
είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση
της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για
δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος
χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο
Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους
σούσουρο! Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση
-ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το
επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του
‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό
μαγαζί κι έτσι τους χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά
Αθήνα, Βράχος, Κάστρο. Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ
αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον
Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να
μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό
μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αργούσε να του
παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους, γιατί η τραγουδίστριά
του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350
δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία, γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση.
Ήμουν τότε στην εταιρεία «Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της,
ο Στέλιος Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό
που λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι απ’
την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο και με
ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε. Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης
Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε
θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε!
Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’
έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην
Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της
ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη
μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε
η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ.
Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη
μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις
γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν
έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69
για την Αμερική. Εκεί έκανα ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική
δισκογραφική κι εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της
Νέας Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην
κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω πάει
εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω. Με το που
επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο παιδιά και χωρίς
καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην έχουν τα παιδιά μου πατέρα
στη φυλακή… Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του
λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το «Αγόρι μου»
και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα χρυσού στην κυριολεξία,
παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ». Τότε είναι που με τον Πλέσσα κάνω το
«Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής»
του Μουσαφίρη. Στη Minos έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω
τη δημοτικότητα που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί
έπρεπε να βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα
μ’ όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε
προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα στο
σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει», έλεγα μέσα μου,
«ξέρεις ποια είσαι». Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα
μου και ο Θεός. Σεβάστηκα και αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο
κάτω. Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν έκανα
λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να κάνω αύριο
καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Κι όταν δεν έχω, τότε
μουντζώνω τον εαυτό μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι τα ίδια λάθη θα
έκανα.»
Πηγή: www.lifo.gr
Χρήστος Παρίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ/
LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου