Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
17 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: “Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;” 18 Εκείνος είπε: “Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: “Ο δάσκαλος λέει: Ο καιρός μου είναι κοντά. σ’ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου””. 19 Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. 20 Και όταν βράδιασε, καθόταν, για να φάει μαζί με τους δώδεκα. 21 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε: “Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει”. 22 Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να του λένε καθένας ξεχωριστά: “Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;” 23 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: “Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με προδώσει. 24 Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται. Θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν ο εκείνος άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί”. 25 Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, και είπε: “Μήπως εγώ είμαι, ραβί;” Του λέει: “Εσύ το είπες”.26 Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν, έλαβε ο Ιησούς άρτο και ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και, αφού τον έδωσε στους μαθητές, είπε: “Λάβετε, φάτε, τούτο είναι το σώμα μου”. 27 Και αφού έλαβε ποτήρι και ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε λέγοντας: “Πιείτε όλοι από αυτό, 28 γιατί τούτο είναι το αίμα μου της διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. 29 Και σας λέω: δε θα πιω από τώρα από τούτο το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω μαζί σας καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα μου”. 30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.1 Τότε τους λέει ο Ιησούς: “Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε σ’ εμένα τη νύχτα αυτή, γιατί είναι γραμμένο32 Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία”. 33 Έλαβε το λόγο τότε ο Πέτρος και του είπε: “Ακόμα κι αν όλοι σκανδαλιστούν σ’ εσένα, εγώ ποτέ δε θα σκανδαλιστώ”. 34 Του είπε ο Ιησούς: “Αλήθεια σου λέω ότι αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς”. 35 Του λέει ο Πέτρος: “Κι αν χρειαστεί μαζί σου να πεθάνω, δε θα σε απαρνηθώ”. Όμοια είπαν και όλοι οι μαθητές.
Κατά Ματθαίον
κστ'
17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες, Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; 18 ὁ δὲ εἶπεν, Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ, Ὁ διδάσκαλος λέγει, Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστιν· πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου. 19 καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 20 Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. 21 καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. 22 καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος, μήτι ἐγώ εἰμι, κύριε; 23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ὁ ἐμβάψας μετ’ ἐμοῦ τὴν χεῖρα ἐν τῷ τρυβλίῳ οὗτός με παραδώσει. 24 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ, οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 25 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπεν, μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ, Σὺ εἶπας. 26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασεν καὶ δοὺς τοῖς μαθηταῖς εἶπεν, Λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου. 27 καὶ λαβὼν ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων, Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, 28 τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυννόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 29 λέγω δὲ ὑμῖν, οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. 30 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. 31 Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ, Πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· 32 μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 33 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ, Εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. 34 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος, Κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπαν.
17 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: “Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;” 18 Εκείνος είπε: “Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: “Ο δάσκαλος λέει: Ο καιρός μου είναι κοντά. σ’ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου””. 19 Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. 20 Και όταν βράδιασε, καθόταν, για να φάει μαζί με τους δώδεκα. 21 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε: “Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει”. 22 Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να του λένε καθένας ξεχωριστά: “Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;” 23 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: “Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με προδώσει. 24 Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται. Θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν ο εκείνος άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί”. 25 Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, και είπε: “Μήπως εγώ είμαι, ραβί;” Του λέει: “Εσύ το είπες”.26 Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν, έλαβε ο Ιησούς άρτο και ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και, αφού τον έδωσε στους μαθητές, είπε: “Λάβετε, φάτε, τούτο είναι το σώμα μου”. 27 Και αφού έλαβε ποτήρι και ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε λέγοντας: “Πιείτε όλοι από αυτό, 28 γιατί τούτο είναι το αίμα μου της διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. 29 Και σας λέω: δε θα πιω από τώρα από τούτο το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω μαζί σας καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα μου”. 30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.1 Τότε τους λέει ο Ιησούς: “Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε σ’ εμένα τη νύχτα αυτή, γιατί είναι γραμμένο32 Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία”. 33 Έλαβε το λόγο τότε ο Πέτρος και του είπε: “Ακόμα κι αν όλοι σκανδαλιστούν σ’ εσένα, εγώ ποτέ δε θα σκανδαλιστώ”. 34 Του είπε ο Ιησούς: “Αλήθεια σου λέω ότι αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς”. 35 Του λέει ο Πέτρος: “Κι αν χρειαστεί μαζί σου να πεθάνω, δε θα σε απαρνηθώ”. Όμοια είπαν και όλοι οι μαθητές.
Κατά Ματθαίον
κστ'
17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες, Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; 18 ὁ δὲ εἶπεν, Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ, Ὁ διδάσκαλος λέγει, Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστιν· πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου. 19 καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 20 Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. 21 καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. 22 καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος, μήτι ἐγώ εἰμι, κύριε; 23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ὁ ἐμβάψας μετ’ ἐμοῦ τὴν χεῖρα ἐν τῷ τρυβλίῳ οὗτός με παραδώσει. 24 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ, οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 25 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπεν, μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ, Σὺ εἶπας. 26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασεν καὶ δοὺς τοῖς μαθηταῖς εἶπεν, Λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου. 27 καὶ λαβὼν ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων, Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, 28 τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυννόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 29 λέγω δὲ ὑμῖν, οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. 30 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. 31 Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ, Πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· 32 μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 33 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ, Εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. 34 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος, Κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπαν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου