Ο Mανόλης Aνδρόνικος (1919 -
1992) του Λεωνίδα ήταν Έλληνας αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23
Οκτωβρίου 1919. Αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή
Κωνσταντίνου Ρωμαίου του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του
ενδιαφέρον. Το 1952 έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Σερ
Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική
Υπηρεσία. Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης), το 1961 έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964
τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν νυμφευμένος με την
Ολυμπία Kακουλίδου (1921-2012). Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα.
Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Aγαπούσε τον
Παλαμά, τον Σεφέρη και τον Eλύτη.
Πραγματοποίησε πολλές
ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη
Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα, όπου
ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και
συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού
ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος, εκ μέρους του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η
Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα
αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας.
Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος ο Β΄,
βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.). Στο εσωτερικό του τάφου διασώζονταν
πολυάριθμα ευρήματα, μεταξύ των οποίων και αξιόλογα έργα τέχνης, τα οποία
εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Αν και ο συσχετισμός του τάφου αυτού
με τον Φίλιππο Β΄ έχει πλέον απορριφθεί, λόγω της χρονολόγησης του περιεχομένου
του μετά το 317 π.Χ. και ο τάφος πιστεύεται ότι είναι του Φιλίππου Γ΄
Αρριδαίου, η σημασία του μνημείου αυτή
είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές
ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού
Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d' Art, καθώς
και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.
Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις
σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις
και σχεδόν απ' όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της
Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας,
αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Σημειώνεται ότι το όνομά του
γράφεται συνήθως με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης).
Για τον λόγο αυτό στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται η γραφή του όπως το
προτιμούσε ο ίδιος.
Το 1992 του απονεμήθηκε ο
Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος.
Mόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού
Παπάφη), πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου