Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013


Την τιμητική τους έχουν σήμερα 30 Ιανουαρίου οι τρεις Ιεράρχες, με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να μένουν κλειστά για να τιμήσουν τους προστάτες των Γραμμάτων. Ποιοι  ήταν όμως οι τρεις Ιεράρχες και γιατί τους τιμούμε; Ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν πατέρες της εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος...».
Και οι τρεις έδειξαν προσήλωση στη χριστιανική θρησκεία κι η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι' αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία έδωσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.
Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της θρησκείας και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδύασαν τις γνώσεις τους αυτές και πρόσφεραν τις πρώτες βάσεις στη διαμόρφωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχτηκαν άγιοι προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικά της σπουδάζουσας νεολαίας.
Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή, η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους. Κι επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων, καθιερώθηκε αυτή η γιορτή να είναι και γιορτή των γραμμάτων και της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από το 1842 η γιορτή καθιερώθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του πανεπιστήμιου Αθηνών. Η γιορτή αυτή επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία που την ημέρα αυτή αργούν και οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις και τελετές στη μνήμη των Αγίων.

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώνεται στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄Κομνηνού από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα τουλάχιστον της ακολουθίας για τους τρεις αγίους της Εκκλησίας.  Στην ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της τριανδρίας με τον τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι απαρχές της εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος αναδιοργανώνει τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντάς την Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους. Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στην συνέχια.  Πράγματι οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου της συντεχνίας των συμβολαιογράφων. Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγχξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι τρεις άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρεπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας μητροπολίτης. Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των τριών πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς πρός τή σωματική διάπλαση καί τή μορφή τοῦ προσώπου εἶχαν τά ἑξῆς χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

Καί ἀρχίζουμε ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο: Ὁ θεῖος αὐτός ἱεράρχης ἦταν πολύ μικρόσωμος, εἶχε ὅμως μεγάλο κεφάλι αἰωρούμενο στούς ὤμους του· ἦταν ὑπερβολικά λεπτόσαρκος· εἶχε μακριά μύτη καί πλατιά ρουθούνια· ἦταν πολύ ὠχρός καί λευκός μαζί· εἶχε βαθουλωτές τίς κόγχες τῶν ματιῶν καί μεγάλους τούς βολβούς, καί ἐξαιτίας αὐτοῦ συνέβαινε νά παρουσιάζει μέ τά μάτια του πιό χαρούμενη ὄψη, ἄν καί μέ τά ὑπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε ἄτομο βασανισμένο· τό μέτωπό του ἦταν μεγάλο, χωρίς τρίχες καί χαραγμένο μέ πολλές ρυτίδες· εἶχε μεγάλα αὐτιά, γένια μικρά, πολύ ἀραιά καί λευκά καί, τέλος, τά σαγόνια βαθουλωμένα στό ἔπακρο ἐξαιτίας τῆς νηστείας.
 Τόσο ἀκόμη γι' αὐτόν εἶναι ἀνάγκη νά ποῦμε: Μέ τούς λόγους του καί τή ρητορική του δεινότητα καί ἰδιαίτερα μέ τό πλάτος καί τό βάθος τῶν νοημάτων καί μέ τή σαφήνεια καί κομψότητα τῆς ἐκφράσεως ὑπερέβαλε ὅλους τούς σοφούς καί ρήτορες τῶν Ἑλλήνων. Διασαφήνισε καί ἑρμήνευσε τόσο τέλεια τήν Ἁγία Γραφή ὅσο κανένας ἄλλος· καί, ἔτσι, συνέβαλε τόσο πολύ στό εὐαγγελικό κήρυγμα, ὥστε, ἄν δέν ἐμφανιζόταν αὐτός ὁ Ἅγιος - ἄν καί εἶναι τολμηρό νά πεῖ κανείς κάτι τέτοιο, - ἔπρεπε νά κατέβει στή γῆ γιά δεύτερη φορά ὁ Χριστός καί νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιό Του στούς ἀνθρώπους. Καί, τέλος, ὡς πρός τήν ἀρετή, καί στήν πράξη καί στή θεωρία, ἔφτασε σέ τόσον ὕψος, ὥστε ὑπερέβαλε τούς πάντες πέρα ὥς πέρα, καί χρημάτισε πηγή ἐλεημοσύνης καί ἀγάπης, ὄντας ἀξιοζήλευτο ὑπόδειγμα στή φιλαδελφία καί διδασκαλία.
 Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔζησε ἑξήντα τρία ἔτη (354-407 μ.Χ.) καί ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί ἕξι ἔτη ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Συνεχίζουμε μέ τόν Μέγα Βασίλειο: Ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος εἶχε ὑψηλό ἀνάστημα καί εὐθυτενή κορμοστασιά· ἦταν ξερακιανός καί λιπόσαρκος· ἡ μύτη του ἦταν ἐπιμήκης καί τά φρύδια του καμπύλα· τό δέρμα τοῦ μετώπου του, πάνω ἀπό τά φρύδια, ἦταν ζαρωμένο· ἔμοιαζε μέ ἄνθρωπο παραδομένο στίς μέριμνες καί στίς στοχαστικές σκέψεις· τό μέτωπό του εἶχε λίγες ρυτίδες· τά μάγουλά του ἦταν ἐπιμήκη καί οἱ κρόταφοί του βαθουλοί· τά μαλλιά τοῦ κεφαλιοῦ του ἦταν λιγοστά καί κοντά· εἶχε ἀρκετά ἐπιμήκη γενειάδα καί, τέλος, τά μαλλιά καί τά γένια του ἦταν γκριζωπά.
 Ὁ ἅγιος αὐτός Πατήρ στούς λόγους του ὑπῆρξε ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό τούς σύγχρονούς του σοφούς καί πεπαιδευμένους, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς ἀκόμη τούς παλαιούς. Σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του καί ἔκαμε κτῆμα του ὁλόκληρο τό πλάτος καί βάθος τοῦ περιεχομένου καθεμιᾶς ξεχωριστά. Καί ὄχι λιγότερο ἄσκησε τήν διά πράξεως φιλοσοφία καί μέσω αὐτῆς προχώρησε στή θεωρία τῶν ὄντων. Μόλις συμπλήρωσε τά σαράντα πέντε του χρόνια ἀνῆλθε στό θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης καί ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία ἐπί πέντε ἔτη.

Καί τελειώνουμε μέ τόν Γρηγόριο: Ὁ θεῖος αὐτός Πατήρ, ὡς πρός τό σῶμα γενικά, εἶχε μέτριο ἀνάστημα· εἶχε λιγάκι ὠχρό, ἀλλά χαρούμενο πρόσωπο· ἡ μύτη του ἦταν πλατιά μέ προεξέχοντα τά ρουθούνια· τά φρύδια του ἦταν ἴσια· τό βλέμμα του ἦταν ἥμερο καί γλυκύ· τό ἕνα του μάτι, τό δεξιό, φαινόταν κάπως σκυθρωπό ἐξαιτίας τῆς οὐλῆς πού τοῦ εἶχε ἀφήσει κάποιος τραυματισμός στή γωνία τῶν βλεφάρων· τά γένια του δέν ἦταν μακριά, ἦταν ὅμως πολύ πυκνά· ἦταν ἀρκετά φαλακρός καί οἱ τρίχες του ἦταν λευκές καί, τέλος, τά ἄκρα τῆς γενειάδας του φαίνονταν σάν περικαπνισμένα.
 Ἀλλά ἀξίζει νά ποῦμε καί τό ἑξῆς γι' αὐτόν: Ἄν ἔπρεπε νά ἀπαρτιστεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους μιά ὁλοκληρωμένη εἰκόνα καί στήλη φωτεινή, συναποτελούμενη ἀπό ὅλες τίς ἐπιμέρους ἀρετές, αὐτό ἀκριβῶς ἦταν ὁ μέγας Γρηγόριος. Καί πραγματικά, μέ τή λαμπρότητα του βίου του ἀναδείχτηκε ὑπέρτερος ἀπό ὅλους ἐκείνους πού εὐδοκίμησαν στήν ἀρετή. Ἐπίσης ἔφτασε σέ τόσον ὕψος θεολογικοῦ στοχασμοῦ, ὥστε ὅλοι νά εἶναι ὑποδεέστεροι ἀπό αὐτόν στή σοφία, καί σ' ἐκείνην πού διαπιστώνεται στούς καλλιεπεῖς καί βαθυστόχαστους λόγους του καί σ' ἐκείνην πού διαπιστώνεται στόν τρόπο καί στήν εὐστοχία μέ τήν ὁποία ὁ Ἅγιος διατυπώνει τά δόγματα, καί εἰδικότερα τό περί Θεοῦ δόγμα, γεγονός πού συνετέλεσε νά τοῦ δοθεῖ ἡ ἐπίζηλη προσωνυμία Θεολόγος.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς πατριάρχης, ἐπί δώδεκα χρόνια. Ἔζησε περισσότερα ἀπό ὀγδόντα χρόνια.
Η αυτονόμηση της εορτής από το εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημοσύνου την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμι της Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ το 1805. Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813. Στην Ιόνιο Ακαδημία οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826).
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, στις 9 Αυγούστου του 1841 η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του Δημήτριου Μαυροκορδάτου, καθηγητή του ιδρύματος, και δωρεάς της οικίας του θανόντος, από τον πατέρα του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την εκκλησιαστική εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842. Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σ΄ αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.
Είναι η εποχή που το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μέιζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες. Παράλληλα είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα κι αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία. Όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής εορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγκράφεται στα πλαίσια της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας» στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία». Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης θρησκευτικής ζωής με την κοσμική ελληνική ζωή».  Κι αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων η καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής.

Πηγή: Βικιπαιδεία
          www.iefimerida.gr
          www.apostoliki-diakonia.gr


Blog Widget by LinkWithin

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
FashionArt LoveR © 2011 | Designed by RumahDijual, in collaboration with Online Casino, Uncharted 3 and MW3 Forum