Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013


Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την απελευθέρωση του έθνους από τον οθωμανικό ζυγό και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος βρίσκονται στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, περί το 1800. Η επανάσταση οργανώθηκε από μία συνωμοτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814, τη Φιλική Εταιρία. Την άνοιξη του 1821 οι Φιλικοί δημιούργησαν πολλές επαναστατικές εστίες από την Μολδοβλαχία μέχρι την Κρήτη. Οι περισσότερες από αυτές έσβησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και να κατανικήσουν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος τα δύο επόμενα χρόνια. Οι Έλληνες οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου το 1826 σε συνδυασμό με την ήττα του Ιμπραήμ στη Μάνη και το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποδεχθεί την ήττα της. Μετά από μια σειρά διεθνών συνθηκών από το 1827 και εξής, η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 και τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832.
Το σύνθημα της επανάστασης, "Ελευθερία ή Θάνατος", έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας και από το 1838 η 25η Μαρτίου, επέτειος εορτασμού της έναρξής της επανάστασης, καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας
Στον απόηχο της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, που δεν είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μαχμούτ Β' (1808-1839), δημιουργήθηκε το εθνικό κίνημα των Ελλήνων, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η προβολή ανεξάρτητης εθνικής υπόστασης των Ελλήνων στο αρχαίο παρελθόν, η καταγγελία της Οθωμανικής εξουσίας ως παράνομης και αυθαίρετης και η έκφραση της βούλησης ίδρυσης ανεξάρτητης και ευνομούμενης ελληνικής πολιτείας. Ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς, αλλά και στα ελληνικά εδάφη, ιδρύθηκαν αρχικά εταιρείες με σκοπούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς, τη διάδοση, δηλαδή, της παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες, όπως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο το 1809 στο Παρίσι και η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών το 1813 και της Βιέννης το 1814, οι οποίες αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη δημιουργία φιλελεύθερης πολιτικής οργάνωσης.
Το 1814 τρεις ριζοσπάστες έμποροι μεσαίας οικονομικής εμβέλειας, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ίδρυσαν στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική και παράνομη οργάνωση που λειτουργούσε στα πρότυπα των μασονικών στοών και είχε ως στόχο τη συγκέντρωση πόρων και τη δημιουργία δομών για την κήρυξη επανάστασης για την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Σε αντίθεση με τις πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί επρόκειτο να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων.
Την περίοδο αυτή, μετά την επιβολή ειρήνης με τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων και τη διακοπή εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων που είχαν ανθίσει μέχρι τότε, πολλά κεφάλαια παρέμειναν ανενεργά και παρουσιάστηκε εκτεταμένη ανεργία.
Μετά από κάποιες πρώτες δυσκολίες, στην Εταιρεία μυήθηκαν πολλοί λόγιοι, φοιτητές, έμποροι και οικονομικά ισχυροί Έλληνες όχι μόνο της διασποράς, αλλά και της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά την μεταφορά της έδρας της στην Κωνσταντινούπολη, το 1818. Εκμεταλλευόμενοι μια μακραίωνη παράδοση χρησμολογιών και τη διάδοση των μεσσιανικών αντιλήψεων ανάμεσα στις παραδοσιακές ορθόδοξες κοινότητες των ελληνικών χωρών, οι Φιλικοί άφηναν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διέθεταν τη στήριξη της Ρωσίας. Η οικειοποίηση του μεσσιανικού λόγου από τον ελληνικό επαναστατικό εθνικισμό, και ιδίως η εκκοσμίκευση της έννοιας της παλιγγενεσίας, διευκόλυνε την ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους και την υιοθέτηση του κλασικιστικού μύθου περί καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες και του νεωτερικού επαναστατικού προγράμματος και από παραδοσιακά ορθόδοξα στρώματα, όπως οι προεστώτες, οι κλεφταρματολοί, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Μετά την άρνηση του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια, να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας, Γενικός Επίτροπος της Αρχής αναδείχθηκε τον Απρίλιο του 1820 ο Φαναριώτης πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανώτατος αξιωματικός του Ρωσικού στρατού.
Σε διαβουλεύσεις της Αρχής στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας καταστρώθηκε το σχέδιο της εξέγερσης, κέντρο της οποίας θα ήταν η Πελοπόννησος. Το "Σχέδιον Γενικόν" των Φιλικών πρόβλεπε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, για λόγους αντιπερισπασμού. Υπήρχε ακόμη πρόβλεψη για συμμαχία με Σέρβους και Βουλγάρους. Τα συντηρητικά στοιχεία της Φιλικής μαζί με τους προεστούς (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά δεν ήθελαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο και προωθούσαν την ιδέα να γίνει εκμετάλλευση της προστριβής μεταξύ Πύλης και Αλή πασά.
Υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των ηγετικών στελεχών της Επανάστασης για το πότε αυτή θα έπρεπε να ξεκινήσει. Ο Υψηλάντης ήταν της άποψης ότι πρέπει να κηρυχθεί η Επανάσταση την άνοιξη του 1821. Υπέρ της επίσπευσης της έναρξης ήταν και οι Πατζιμάδης και Αντ. Κομιζόπουλος οι οποίοι από τη Μόσχα έγραφαν στον Ξάνθο την 14 Δεκ. 1820 ότι "... καιρός να αρχίση η θεώρησις του μπιλάντζου (Επανάστασης) καθ' όλα τα φαινόμενα ...". Ομοίως οι Γ. Ολύμπιος και Ι. Φαρμάκης με επιστολές τους της 9 Ιαν. 1821 από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη τόνιζαν την ανάγκη της γρήγορης έναρξης. Ο Δικαίος επίσης τόνιζε ότι "... ο καιρός δεν περιμένει την εδικήν σου και την εδικήν μου αργοπορίαν...". Αντίθετα, οι Αθ. Τσακάλωφ, Παν. Αναγνωστόπουλος, ο επίσκοπος Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και ο Αλ. Μαυροκορδάτος που βρίσκονταν στην Πίζα ήταν της άποψης ότι οι προπαρασκευές δεν ήταν επαρκείς και δεν μπορούσε να αρχίσει σύντομα η Επανάσταση. Ο Αναγνωστόπουλος περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1821 πήγε στη Ρουμανία όπου πρότεινε πεντάμηνη αναβολή της εξέγερσης. Όμως ο Υψηλάντης, επωφελούμενος της κατάστασης που δημιουργήθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου από τον θάνατο του ηγεμόνα Αλέξανδρου Ν. Σούτσου, άρχισε τις προκαταρκτικές επαναστατικές ενέργειες. Εν τω μεταξύ έφτασαν οι πληροφορίες για την προδοσία του μυστικού από τον φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου και δημιουργήθηκαν φόβοι ότι θα ακολουθούσαν βαριά αντίποινα των Τούρκων κατά των Ελλήνων. Ταυτόχρονα, το μυστικό διέρρευσε και στο Ιάσιο όπου ακόμα και μικρά παιδιά το εγνώριζαν. Έτσι αποφασίστηκε η κήρυξη της Επανάστασης χωρίς αναβολή. Ο ιστορικός Αλ. Ι. Δεσποτόπουλος θεωρεί ότι η τελική απόφαση για την Επανάσταση ελήφθη στο Κισνόβιο, πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας, την 16 Φεβρουαρίου 1821, όπως προκύπτει από συγκαλυμμένο μήνυμα που έστειλε στον Ξάνθο την ίδια ημέρα.
Για την προετοιμασία της επανάστασης στον Μοριά έφτασε ήδη από το τέλος του 1820, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας, εξουσιοδοτημένος από την Εταιρεία να προετοιμάσει γενικά την επανάσταση και υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστράτευσε από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώθηκαν σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου πέρασε στο Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας όργωσε τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης έκανε συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημέρωσε να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοίμαζαν την επανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία και Μακεδονία.
Στις 26 Ιανουαρίου έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο) η Συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί, αρχιερείς και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Ο Παπαφλέσσας και οι καπεταναίοι δήλωσαν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί ήταν διστακτικοί και ζήτησαν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφώνησαν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.
Το Φεβρουάριο του 1821, όμως, φόβοι ότι οι οθωμανικές αρχές είχαν έλθει σε γνώση των επαναστατικών σχεδίων, υποχρέωσαν τον Υψηλάντη να μη μεταβεί στη Μάνη, αλλά να αλλάξει το αρχικό σχέδιο και να ξεκινήσει ο ίδιος την επανάσταση στη Μολδοβλαχία.
Πρώτη πολεμική πράξη της επανάστασης ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στη Μολδαβία από τον Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδός του στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη, το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, με την οποία βεβαίωνε τους Έλληνες ότι "μια κραταιά δύναμις" ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς.  Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε την πορεία του προς τη Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώθηκε με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς κατέλαβε το Βουκουρέστι μέσα σ' ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολούθησε ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε.
Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκήρυξε τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Υψηλάντη και κάλεσε τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο έφεραν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου με τη βοήθεια των αξιωματικών του, Πρόβαν και Μακεντόνσκι. Οι Οθωμανοί εισήλθαν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δόθηκε από τους μαχητές του Ιερού Λόχου , η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας έφτασε στα αυστριακά σύνορα, συνελήφθη από τους αυστριακούς και φυλακίστηκε στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, πέθανε από καρδιά. Στη Μολδαβία τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.
Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις για εξέγερση. Με το καράβι αυτό έφτασε στη Μάνη στα τέλη Μαρτίου και η είδηση της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση, έδωσαν όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι οι Έλληνες που κατήρχοντο στην Ελλάδα από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη διέδιδαν ως ημέρα έναρξης της επανάστασης την 25 Μαρτίου.
Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα, άλλοι με το ξέσπασμα της επανάστασης, άλλοι λίγες μέρες πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές.
Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη.
Το 1820 είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη η 25η Μαρτίου.Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού. Παρ' ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στη Μολδοβλαχία και ξέσπασε νωρίτερα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε ορισμένες περιοχές άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία με τις πολιορκίες των κάστρων, εξέγερση ή τελετουργικά.
Το έναυσμα της επανάστασης δόθηκε το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μωριά. Στην περιοχή των Καλαβρύτων, την περίοδο αυτή έλαβαν χώρα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν το σπινθήρα για την έναρξη της Επανάστασης. Πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών στην Αγία Λαύρα, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη. Ακολούθησε στις 16 Μαρτίου 1821 η επίθεση του Χονδρογιάννη στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας, εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «Σαράφη» Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Α. Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της.
Σύμφωνα με έναν από πολύ νωρίς διαδεδομένο στην Ελλάδα θρύλο, η επανάσταση ξεκίνησε όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης και κήρυξε την έναρξή της στις 25 Μαρτίου στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα. Ο θρύλος απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς αποκατέστησε το ρόλο της Εκκλησίας στην επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα.  Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει τη σκηνή στα ημιτελή  απομνημονεύματά του για την ημέρα εκείνη,  ούτε αναφέρουν κάτι σχετικό οι υπόλοιποι απομνημονευματογράφοι της Επανάστασης, εκτός από τον Κανέλλο Δεληγιάννη, ο οποίος έγραψε τα απομνημονεύματά του πολύ αργότερα. Είναι όμως γνωστό ότι στα απομνημονεύματά του ο Γερμανός αναφέρεται πολύ λίγο στην προσωπική του δράση. Η δημιουργία του οφείλεται στον Γάλλο πρόξενο Φρανσουά Πουκεβίλ, που διοχέτευσε στο γαλλικό τύπο ό,τι του έστελνε ο Γερμανός   και το 1824 συνέθεσε μια φανταστική λεπτομερή εξιστόρηση του περιστατικού. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του θρύλου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είναι της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, ότι δηλαδή, "οι [...] συσκεφθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης.
Στη Μάνη  η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Εκεί εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.
Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν [...].
Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο ήταν και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη. Από την 24 Μαρτίου άρχισε στην Κωνσταντινούπολη σφαγή Ελλήνων σαν αντιπερισπασμός και εκδίκηση για την επανάσταση. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλονταν στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται μάλιστα και το εξής ευτράπελο: Οι Τούρκοι είχαν την πληροφορία ότι για την Επανάσταση ευθύνονται "οι απόστολοι της Εταιρείας, η ελευθερία και ένας μονόχειρας (ο Αλ. Υψηλάντης)". Νομίζοντας ότι αυτά ήταν ονόματα ανθρώπων οι αμαθείς Τούρκοι έλεγχαν τους περαστικούς αναζητώντας "μπιρ Αποστόλ, μπιρ Ετερλή, μπιρ Λευτέρ, μπίρτα Τσολάκ", δηλ. έναν Απόστολο, έναν Εταίρο, έναν Ελευθέριο και έναν μονόχειρα.
Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.
Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.
Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα, Καλάβρυτα (21 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Γαλαξίδι (26 Μαρτίου),  Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου),[35] Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.
Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν τα κάστρα στο Ρίο και στο Αντίρριο, της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς. Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Τα κάστρα ήταν επί το πλείστον κτισμένα παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από τον οθωμανικό στόλο, εκτός από το κάστρο της Τρίπολης. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, εκτός από τους Λαλαίους Αλβανούς, είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.
Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό τη διοίκηση ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί. Ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά, η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως ήλεγχε το οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.
Αντίδραση των Οθωμανικών αρχών
Οι ειδήσεις για εξέγερση και στο Μοριά έφτασαν στο τέλος Μαρτίου και στην Υψηλή Πύλη, για την οποία τα γεγονότα συνιστούσαν "κακόπιστη αποστασία". Η πρώτη αντίδραση ήταν η προσπάθεια περιορισμού της εξέγερσης στο Μοριά, που εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων και προεστών στην Κωνσταντινούπολη (βλ. Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄/Επανάσταση των Ελλήνων), αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε), σε μια καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, αφού δεν είχε δοθεί κανενός είδους αφορμή για αυτή την ενέργεια. Το σώμα του, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου.
Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε κίνημα στην Ύδρα από τον πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου, με σκοπό να πιέσει του πρόκριτους του νησιού, να στηρίξουν την επανάσταση. Οι οικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγγελαρία. Υπό την πίεση του κινήματος του Οικονόμου, άλλα και λόγω της απόφασης των γειτονικών Σπετσών να συμμετάσχουν στην επανάσταση οι Υδραίοι πρόκριτοι άλλαξαν στάση και τάχτηκαν υπέρ της επανάστασης, η οποία κηρύχθηκε επισήμως στο νησί στις 15 Απριλίου.  Ήδη από τις 3 Απριλίου είχαν ξεσηκωθεί από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες  και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά, να σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βαθύ. Από τις 8 Μαΐου ανέλαβε την ηγεσία της επανάστασης στο νησί ο Φιλικός Λυκούργος Λογοθέτης.
Στις 3 Μαΐου 1821 εκδίδεται φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' προς τον στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των καζάδων (επαρχιών) και τους προκρίτους των Τούρκων που διατάσσει γενική σφαγή και εξανδραποδισμό των "απίστων":
"... καθιστώ γνωστόν ότι η εν Μολδαβία εκραγείσα επανάστασις των κατηραμένων Ελλήνων, μετεδόθη και εις τας πέραν της Θεσσαλονίκης περιοχάς και προεκάλεσε την αναστάτωσιν και τον αναβρασμόν των κατοίκων εκεί και προ παντός εις τους καζάδες της Αμφίσσης, Ευβοίας και Πελοποννήσου. ... Απεδείχθη εξ αυτών των γεγονότων ότι η επανάστασις αυτή των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα έχει καλώς μελετηθή και προσχεδιασθή κατόπιν συνεννοήσεως από ολόκληρον την φυλήν αυτήν. ...
Αι διατάξεις του ιερού Σεριάτ επιτάσσουν όπως οι μεν άπιστοι πρέπει να διαπερσθούν εν στόματι μαχαίρας, τα τέκνα και αι γυναίκες αυτών να εξανδραποδισθούν και εξισλαμισθούν, αι περιουσίαι των διανεμηθούν μεταξύ των νικητών μουσουλμάνων, αι δε οικίαι των να παραδοθούν εις το πυρ, ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να μην ακουσθή πλέον εις αυτούς. Τοιουτοτρόπως θα είναι ο θεός βοηθός εις τους πιστούς ως και το ιερόν αυτού Κοράνιον."[43]
Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[4] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[5]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.
Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά, διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.
Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).
Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.
Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.
Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στην Μακεδονία.  Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.
Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαίου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία. Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Γευγελή (με τον Νταβέλη), τις Τίκφες, στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.
Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάλθηκαν εντός του χρόνου με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.
Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.
Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γιώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.
Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.
Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε παμπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.
Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνική σύνοδος, στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.
Στις αρχές του 1822 ολοκληρώθηκε η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου η οποία κήρυξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους.
Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους ήταν η πτώση του Αλή Πασά που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ, κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει την μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά.  Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών.
Οι Έλληνες για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, επιχείρησαν αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου κοντά στις εκβολές του Αχέροντα άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποσύρθηκαν τον Νοέμβριο του 1822.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι την μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει πίσω στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε. Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.
Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού (25.000 περίπου) σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα.Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Την νύχτα, 28 του Οκτώβρη του 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.
Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στο ρέμα Αραπίτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, το Κιλκίς, το Καρασούλι, το Λαγκαδά και την περιοχή γύρω από τη Νάουσα. Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάΐο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης.
Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε. Αν και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση, το μικρό νεοσύστατο κράτος της Καραϊβικής, η Αϊτή, έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στην συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.
Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελλήνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θανάσιμος τραυματισμός του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη. Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Αναστάσιος Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε μία συμφωνία στους Τούρκους προκειμένου να παραδοθεί η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία.
Από το 1823 αναμίχθηκε στην ελληνική υπόθεση μετά από επίσημη πρόταση της κυβέρνησης ο Άγγλος φιλόσοφος Ιερεμίας Μπένθαμ, μεταξύ άλλων συγγράφοντας παρατηρήσεις για τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του νέου κράτους και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάφραση έργων του στα ελληνικά, αλλά μετά από δύο χρόνια μάταιων προσπαθειών εγκατέλειψε απογοητευμένος.
Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε από μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας που το αντικατέστησε από μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου, στα τέλη του 1823.
Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη,ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη.
Ο Σουλτάνος διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέη έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση. Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς στράφηκε κατά των Ψαρών της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και παρά την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο. Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι έλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε.  Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων. Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους Πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση. Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση πελοποννήσιων προκρίτων οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας συγκρότησε στρατό από την Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα.
Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στην μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις ρουμελιωτών και σουλιωτών.
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες απασχολημένοι με τον εμφύλιο δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στάλθηκε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του επέδωσε ξανά τον τίτλο του αρχιστράτηγου. Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπράημ. Στη μάχη στο Μανιάκι οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε.  Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, το οποίο αντιμετώπισε επιτυχώς τον Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνας, λίγο νοτιότερα του Άργους αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην Τριπολιτσά. Προς το τέλος του χρόνου αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825.
Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.
Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.
Από τις αρχές του έτους οι ενωμένες στρατιές του Ιμπράημ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνόμενους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (10 Απριλίου) με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (11 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν οι αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και την διαδέχτηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Η τρίτη εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στην μάχη της Αράχωβας απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης που συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη και να διαθέτει ακέραιο το στρατιωτικό της δυναμικό καθώς δεν είχε εμπλακεί στον Ελληνικό εμφύλιο, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Διρό, στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.
Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.
Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για την σωτηρία της Ακρόπολης συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στην μάχη του Κερατσινίου άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.
Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, ξεκίνησαν οι εργασίες της τρίτης εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα. Η τρίτη εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο.
Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο(Ναύπλιο) και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί.Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε την συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ελληνικού κράτους.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος κυβερνήτης της χώρας από την τρίτη εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας, σε μία περίοδο που η επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή και η οικονομία ήταν κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο.
Μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο, ακολούθησε μετάβασή του στην Αίγινα όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η Αντικυβερνητική Επιτροπή. Παράλληλα με το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό του έργο προχώρησε άμεσα στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, με σκοπό την επιτυχή συνέχιση της επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην Τροιζηνία τα στρατεύματα των ατάκτων και έδωσε εντολή στον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τακτικό στρατό. Βασική μονάδα του τακτικού στρατού ορίστηκε η χιλιαρχία. Επίσης προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στόλου. Από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβε ο στόλος υπό την ηγεσία του Μιαούλη και του Κανάρη ήταν να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο. Κυριότερα κέντρα της πειρατείας στο Αιγαίο ήταν οι Βόρειες Σποράδες, η Θάσος, η Γραμβούσα, το Καστελόριζο κ.α.. Με τη δράση του ελληνικού στόλου και την παράλληλη υποστήριξη του αγγλικού και γαλλικού στόλου τα ορμητήρια των πειρατών καταστράφηκαν.
Κατά την περίοδο που ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την πάταξη της πειρατείας βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στη Χίο, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου με χρηματοδότηση Χίων εμπόρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1828, χωρίς να έχει τελικά αίσια κατάληξη.[57] Η εκστρατεία αυτή δεν στηρίχτηκε επαρκώς από την κυβέρνηση Καποδίστρια καθώς κρίθηκε ασύμφορο να δαπανηθούν σημαντικές δυνάμεις, τη στιγμή που τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων δεν συμπεριλάμβαναν τη Χίο στο νέο ελληνικό κράτος.
Στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό κόλπο η μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον Φρανκ Άστιγξ, είχε έντονη δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβρη του 1827 ο Άστιγξ είχε εμπλακεί σε ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας και με το πλεονέκτημα που του παρείχε το ατμόπλοιο Καρτερία, το πρώτο ατμόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πολεμικές επιχειρήσεις, βύθισε τουρκική ναυαρχίδα και άλλα εχθρικά πλοία. Τον Νοέμβριο του 1827 άρχισε επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού υποστηρίζοντας τις χερσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε ο Ρίτσαρντ Τσωρτς. Αφού κατέλαβε τις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά προχώρησε σε αποκλεισμό του Αιτωλικού, άλλα σε μία απόπειρα προσέγγισης του οικισμού, τον Μάιο του 1828, τραυματίστηκε θανάσιμα.
Ενώ στη θάλασσα υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις αρχές του 1828, στη στεριά επικρατούσε στασιμότητα. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να ελέγχει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου. Τον Φεβρουάριο του 1828 πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Τριπολιτσάς καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1828 αποφασίστηκε να αποσταλεί γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι ήρθαν σε συμφωνία με τον Μωχάμετ Άλη στην Αλεξάνδρεια για την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο. Η γαλλική εκστρατευτική αποστολή υπό την αρχηγία του Νικολάου Μαιζώνος αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη Αυγούστου και λίγες ημέρες αργότερα άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Οι Γάλλοι στη συνέχεια κατέλαβαν αμαχητί τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου και της Πάτρας και μόνο στο κάστρο του Ρίου συνάντησαν κάποια αντίσταση που τους στοίχισε 25 άντρες. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν απέμενε κανένα κάστρο της Πελοποννήσου στην κυριαρχία των Οθωμανών.
Στη Στερεά οι κυριότερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1828. Τις προσπάθειες ανακατάληψης της περιοχής ευνοούσε το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1828. Στις 11 Αυγούστου 1828 οι δυνάμεις στις οποίες ήταν επικεφαλής ο Κίτσος Τζαβέλας μεταφέρθηκαν από το Λουτράκι στην παραλία της Σεργούλας, ανατολικότερα της Ναυπάκτου. Από εκεί στράφηκαν προς το Μαλανδρίνο και το Λιδωρίκι, αναγκάζοντας τους Τούρκους της περιοχής να αποσυρθούν στην Λομποτινά. Τα τουρκικά σώματα που στάλθηκαν να τους ενισχύσουν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στο Μερμηγκάρι, στο Καστέλλι και κυρίως στην Γραμμένη Οξυά και στην Τέρνοβα. Απομονωμένες πλέον οι Οθωμανικές δυνάμεις στην Λομποτινά αποφάσισαν να διαφύγουν προς τη Ναύπακτο στις 22 Οκτωβρίου. Κατά την έξοδό τους έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες και στην μάχη που ξέσπασε σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά ο Δημήτριος Υψηλάντης. Κατέλαβε αρχικά την Δομβραίνα, στη συνέχεια το Δίστομο και ακολούθησε η κατάληψη της Αράχωβας.[57] Οι Οθωμανικές δυνάμεις της περιοχής φοβούμενες μην εγκλωβιστούν αποχώρησαν με αποτέλεσμα να καταληφθούν εύκολα από τον Δημήτριο Υψηλάντη, η Λιβαδειά, τα στενά της Πέτρας και το κάστρο της Βουδουνίτσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος Υψηλάντης αφού ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις κατέλαβε την στρατηγική περιοχή της Άμπλιανης στον δρόμο Γραβιάς-Άμφισσας, η οποία του επέτρεψε την κατάληψη της Άμφισσας στις 17 Νοεμβρίου του 1828. Λίγες ημέρες μετά, στις 23 Νοεμβρίου 1828, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα εισήλθαν στο Καρπενήσι απελευθερώνοντας την πόλη. Στη δυτική Ελλάδα το βάρος των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Αμβρακικού. Τον Δεκέμβριο του 1828 σημειώθηκε η πρώτη σημαντική επιτυχία με την κατάληψη της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου).
Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε την άνοιξη του 1828 με την άφιξη στο νησί του οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο στην περιοχή των Σφακίων, άλλα στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή τον Μάιο, το στρατιωτικό του σώμα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κατά την αποχώρησή του το τουρκικό σώμα αντιμετώπισε ενέδρες Σφακιανών που εκμεταλλεύονταν το δύσβατο έδαφος της περιοχής με τα συνεχή φαράγγια, ενώ κατά τη διέλευσή του από την κοιλάδα του Κόρακα δέχτηκε επίθεση που του προξένησε μεγάλες απώλειες. Τον Ιούνιο ο Καποδίστριας διόρισε αρμοστή της Κρήτης τον Βαρώνο Ράινεκ.   Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται. Κυριότερη επιχείρηση των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Σητείας τον Δεκέμβριο του 1828.
Η αναζωπύρωση της επανάστασης και οι επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διαπραγματευτική δυνατότητα να επιδιώξει στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ευνοϊκότερη συνοριακή γραμμή για το νέο ελληνικό κράτος. Παρά τις ενέργειες του Καποδίστρια, το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828 περιόριζε το ελληνικό κράτος μόνο στην Πελοπόννησο και τα κοντινά της νησιά.
Στις αρχές του 1829 τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 6.000 στρατιωτών ξεκίνησε από τη Λαμία με αρχηγό τον Μαχμούτ Πασά και προέλασε προς τη Λιβαδειά. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση ανακατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες όμως οχύρωσαν τα ορεινά περάσματα γύρω της και ο Μαχμούτ φοβούμενος μην αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού του έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα να ανοίξει δρόμο προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Κατά την πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπο στο Μαρτίνο με την 6η χιλιαρχία του ελληνικού στρατού, αρχηγός της οποίας ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες η άφιξη νέων ελληνικών σωμάτων στη Βοιωτία ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν ξανά στη Λαμία.
Στις 23 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας όρισε πληρεξούσιο κυβερνήτη της επαρχίας Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στο επόμενο διάστημα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα για την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρχικά έπεσε το κάστρο του Αντιρρίου και ακολούθησε η πτώση της Ναυπάκτου. Οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου που είχε εισέλθει στον Αμβρακικό με την κατάληψη του κάστρου της Βόνιτσας και του Καρβασαρά, απομόνωσαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, οι φρουρές των οποίων παραδόθηκαν λίγες ημέρες αργότερα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου το σύνολο σχεδόν της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων.
Οι μόνες περιοχές νότια της Λαμίας που παρέμεναν ακόμα στον έλεγχο των Οθωμανών ήταν η Εύβοια και η Αθήνα. Για τον ανεφοδιασμό τους ξεκίνησε από την Λάρισα τον Αύγουστο του 1829 εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό των Ασλάνμπεη. Το σώμα του Ασλάνμπεη είχε επιπλέον αποστολή να συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες και να τους μεταφέρει στα ανοικτά μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Επιστρέφοντας η στρατιά του Ασλάνμεη από την Αττική βρέθηκε αντιμέτωπη στα στενά της Πέτρας με τον ελληνικό στρατό του Υψηλάντη που είχε οχυρώσει το πέρασμα. Στην μάχη που δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες. Επειδή κύρια αποστολή της εκστρατείας των Τούρκων ήταν η μεταφορά στρατιωτών στα μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η διέλευση από το πέρασμα χωρίς μεγάλες απώλειες φαινόταν αδύνατη, ο Τούρκος διοικητής πρότεινε στον Υψηλάντη συνθηκολόγηση. Με την συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα νότια της Λαμίας, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καράμπαμπα. Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της επανάστασης, καθώς με αυτή ολοκληρώθηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης της Στερεάς Ελλάδας.
Στο διπλωματικό επίπεδο ένα νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου του 1829 (παλιό ημερολόγιο) ανέτρεπε το δυσμενές για την ελληνική πλευρά πρωτόκολλο του Νοεμβρίου του 1828. Με το νέο πρωτόκολλο τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού ενώ η Κρήτη και η Σάμος έμεναν έξω από τα όρια του νέου κράτους, η Ελλάδα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Η νέα συμφωνία εξακολουθούσε να αφήνει ανικανοποίητη την ελληνική πλευρά που στόχευε στην πλήρη ανεξαρτησία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της απέρριψε το πρωτόκολλο. Η ήττα της όμως από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο την υποχρέωσε να το δεχτεί, καθώς συμπεριλαμβανόταν στους όρους της Συνθήκης της Αδριανούπολης. Λίγους μήνες αργότερα στις 22 Ιανουαρίου 1830 (παλαιό ημερολόγιο) με νέο πρωτόκολλο, που αναφέρεται ως πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με περιορισμένα όμως σύνορα που ορίζονταν από τους ποταμούς Αχελώο στα δυτικά και Σπερχειό στα Βόρεια.Η οριστική αποκατάσταση των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού θα γινόταν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, του Αυγούστου του 1832.
Έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους παρέμενε η Κρήτη στην οποία η επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 1829. Μετά την συμφωνία για ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στόλος των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε την ειρήνευση στο νησί.  Πολλοί Κρήτες τότε από επαναστατημένες περιοχές κατέφυγαν σε περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα κύματα προσφύγων. Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρέμενε και η Σάμος. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 το νησί αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, γνωστή ως Ηγεμονία της Σάμου. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε στο νησί μέχρι την ενσωμάτωσή του στην Ελλάδα το 1912.
Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερος σταθμός της ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, καθώς οδήγησε στην ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για υπομονή και αντίσταση.
Τον επόμενο αιώνα, καθώς μικρό μόνο τμήμα των ιστορικών ελληνικών χωρών περιλαμβανόταν στο νέο κράτος, η προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης δηλαδή των ελληνικών συνόρων ώστε να περιλάβουν το σύνολο των περιοχών αυτών, αποτέλεσε βασικό άξονα της ελληνικής πολιτικής.
Η κοινή επιδίωξη των υποστηρικτών τόσο της μοναρχίας όσο και αβασίλευτων πολιτευμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η δημιουργία πολιτεύματος "παραστατικού", δηλαδή κοινοβουλευτικού και συνταγματικού,  επιτεύχθηκε με την Επανάσταση του 1843, ως αποτέλεσμα της συμμαχίας φιλελεύθερων επικριτών της απόλυτης οθωνικής μοναρχίας και των παραγκωνισμένων προεστώτων
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Έτσι, τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού  και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους. Απετέλεσε, έτσι, ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε το θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων. Καθώς ο γλωσσικός εξελληνισμός των αλλόφωνων εγγράμματων ορθοδόξων άρχισε να ταυτίζεται με την πολιτική υποστήριξη του νέου κράτους, εντάθηκε η άνοδος των εθνικισμών των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.
Η 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, όπως ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης.

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Blog Widget by LinkWithin

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
FashionArt LoveR © 2011 | Designed by RumahDijual, in collaboration with Online Casino, Uncharted 3 and MW3 Forum